Σύμφωνα με τον Λάβκραφτ, συγγραφέας του Νεκρονομικόν ήταν ένας «Τρελός Άραβας» με το όνομα Αμπντούλ Αλχαζρέντ (Abdul Alhazred). Ο παράφρων Άραβας είχε πρωτοαναφερθεί σε ένα άλλο διήγημά του Λάβκραφτ με τίτλο «Η Ανώνυμη Πόλη» («The Nameless City») που δημοσιεύτηκε το 1921.
Αναφορά στο Νεκρονομικόν γίνεται επίσης στα διηγήματα του «Pickman’s Model» (1927), «The Call of Cthulhu» (1928), The Dunwich Horror (1929), «The Diary of Alonzo Typer» (1938), καθώς και στις νουβέλες «The Case of Charles Dexter Ward», (γράφτηκε το 1927 αλλά δημοσιεύτηκε το 1941 μετά το θάνατο του συγγραφέα), και «At the Mountains of Madness» (1936).
Το 1927, ο Λάβκραφτ έγραψε την υποτιθέμενη ιστορία του βιβλίου Νεκρονομικόν η οποία δημοσιεύτηκε το 1938 (ένα χρόνο μετά τον θάνατό του) με τίτλο «History of the Necronomicon». Σύμφωνα με αυτή, ο καταγόμενος από την Υεμένη περιπλανώμενος ποιητής Αμπντούλ Αλχαζρέντ είχε επισκεφτεί τα ερείπια της Βαβυλώνας, τα υπόγεια μυστικά του Μέμφις στην Αίγυπτο και την μεγάλη έρημο της Σαουδικής Αραβίας όπου ανακάλυψε την «Πόλη χωρίς όνομα».
Αργότερα έζησε δήθεν στη Δαμασκό όπου κατέγραψε τα γεγονότα που είδε και τη σοφία που αποκόμισε σε ένα βιβλίο, με τον αραβικό τίτλο Al Azif. Αυτό ήταν η αρχή της κατάρας και της τρέλας του, έως τον τραγικό θάνατο του το 738 μ.Χ., όταν… καταβροχθίστηκε από ένα τέρας. Ο αραβικός τίτλος του βιβλίου μεταφράζεται από τον Λάβκραφτ ως «ο νυχτερινός ήχος (από έντομα), ο οποίος υποτίθεται ότι είναι το ουρλιαχτό των δαιμόνων».
Δυο αιώνες αργότερα, ο βυζαντινός λόγιος Θεόδωρος Φιλέτας θα μεταφράσει το βιβλίο στα Ελληνικά, δίνοντας του τον τίτλο «Νεκρονομικόν», που σημαίνει «Το βιβλίο των Νόμων των Νεκρών». Σύμφωνα πάντα με τον Λάβκραφτ, το περιεχόμενο του βιβλίου διαδιδόταν κρυφά μέχρι το 1228 μ.Χ., όταν ο Olaus Wormius το μετάφρασε από τα ελληνικά στα λατινικά.
Κατά τον Λάβκραφτ, ο Δανός φιλόσοφος Wormius αναφέρει στον πρόλογο του μεταφρασμένου βιβλίου τα εξής:
«Να κρατάτε όλα τα αντίγραφα αυτής της λατινικής μετάφρασης αλυσοδεμένα και κλειδωμένα. Κανείς απ’ όσους τη διαβάσουν να μη μιλήσει για το περιεχόμενό της και κανείς απ’ όσους τη γνωρίζουν να μην αποκαλύψει την ύπαρξή της στους αδαείς, που είναι ακατάλληλοι για να σηκώσουν ένα τόσο βαρύ φορτίο… Καλύτερα να βγoυν τα μάτια του με πυρωμένα κάρβουνα και να ραφτούν τα χείλη του με κερωμένη κλωστή παρά να προφέρει φωναχτά τα λόγια αυτού του βιβλίου, γραμμένα στην ξεχασμένη γλώσσα που δεν ήταν ποτέ προορισμένη να μιληθεί από γιους του Αδάμ, αλλά μονάχα από εκείνους που δεν έχουν στόματα και που κατοικούν στις σκιές ανάμεσα στ’ αστέρια».
Τόσο η λατινική όσο και η ελληνική έκδοση λογοκρίθηκαν και το 1232 ο Πάπας Γρηγόριος Θ’ ενέταξε το βιβλίο στη λίστα με τα απαγορευμένα και επικίνδυνα βιβλία «Index Expurgatorius». Αρκετά χρόνια νωρίτερα ο Πατριάρχης Μιχαήλ το είχε καταστρέψει, ρίχνοντάς το στην πυρά, καθώς η ελληνική μετάφραση χρησιμοποιήθηκε από κάποιους σε τρομερά πειράματα.
Παρά την απαγόρευση, το βιβλίο διασώθηκε και αντίτυπά του στα λατινικά εκδόθηκαν κατά τον 15ο αιώνα στη Γερμανία και τον 17ο αιώνα στην Ισπανία. Μια ελληνική έκδοση του βιβλίου εκδόθηκε επίσης τον 16ο αιώνα στην Ιταλία.
Ο Λάβκραφτ υποστηρίζει ακόμα ότι το βιβλίο μεταφράστηκε στην αγγλική γλώσσα από τον Άγγλο αποκρυφιστή John Dee (1527-1609), χωρίς ωστόσο να εκτυπωθεί ποτέ η συγκεκριμένη μετάφραση.
Η αραβική έκδοση του Al Azif είχε ήδη χαθεί την εποχή που απαγορεύτηκε το βιβλίο στα ελληνικά, το 1050. Το βιβλίο στην ελληνική έκδοση δεν έχει εμφανιστεί πουθενά από τότε που κάηκε η Βιβλιοθήκη του Σάλεμ, το 1692 Παρά ταύτα, ένα μυστικό αντίγραφο εμφανίστηκε τον 20ο αιώνα στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ. Τελικά θα επιβιώσουν ελάχιστα αντίγραφα, τα οποία ανήκουν σήμερα σε ιδιωτικές βιβλιοθήκες και πανεπιστήμια, όπως το πανεπιστήμιο Miskatonic.
Ο τρόπος γραφής του Λάβκραφτ είναι τόσο αληθινός, ώστε η ιστορία του δεν μεταφέρθηκε ως μύθος, αλλά απέκτησε διαστάσεις γεγονότων.
Πρόκειται ξεκάθαρα για αποκύημα φαντασίας, αφού ο Θεόδωρος Φιλέτας είναι φανταστικό πρόσωπο, ενώ ο Olaus Wormius ήταν γιατρός που γεννήθηκε το 1588 – τρεις αιώνες αργότερα από αυτά που αναφέρει ο Λάβκραφτ. Ο κατάλογος του Πάπα Γρηγόριου είναι πολύ μεταγενέστερος, ενώ και το «Νεκρονομικόν» δεν αναφέρεται πουθενά εντός του. Όσο για την μετάφραση του John Dee, αυτή δεν υπήρχε στην αρχική εκδοχή της ιστορίας, αλλά προστέθηκε πολύ αργότερα. Επιπλέον τόσο το Miskatonic, όσο και το Πανεπιστήμιό του, είναι ανύπαρκτα!
«Σχετικά με το Νεκρονομικόν, πρέπει να ομολογήσω πως αυτό το τερατώδες και απεχθές έργο δεν είναι παρά τμήμα της δικής μου φαντασίας», έχει αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας σε επιστολή του.
Ήταν όμως πια… αργά για να διαψεύσει τον ίδιο του τον εαυτό. Πολλοί θεώρησαν ότι ως κάτοχος των τρομερών μυστικών που κρύβει το βιβλίο, ήθελε απλώς να κρύψει την αλήθεια. Η αναφορά που απηχεί τη θρυλική υπόσταση του και τη διάδοση του ως απαγορευμένο εγχειρίδιο είναι κατά βάση αυτή που το σχετίζει με τη δυνατότητα επίκλησης κακόβουλων πνευμάτων. Σε ένα από τα βιβλία του ο Λάβκραφτ αναφέρει ότι η ίδια η ανάγνωση του κειμένου του βιβλίου, είναι άκρως επικίνδυνη. Καθώς και ότι όσοι επιχειρήσουν να χρησιμοποιήσουν με εσφαλμένο τρόπο τις απόκρυφες γνώσεις του, θα έχουν ένα τρομακτικό τέλος…
Με λίγα λόγια ο άνθρωπος δημιούργησε τη δική του μυθολογία, όπως περίπου ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν. Μόνο που η δική του παρερμηνεύτηκε ως… αληθινή.
Η λατρεία για το… ανύπαρκτο βιβλίο εξελίχθηκε σε προϊόν εκμετάλλευσης από ευφάνταστους συγγραφείς (ή μη). Μια εξαίρετη ευκαιρία πλουτισμού, αφού αρκούσε ένα καλογραμμένο σύγγραμα με αυτό τον τίτλο για να σαρώσει στις πωλήσεις. Και πράγματι αυτό συνέβη, με τις πιο σοβαρές απόπειρες να εξελίσσονται σε best seller.
Από τη δεκαετία του ’60 εμφανίζονται τα πρώτα χειροπιαστά «Νεκρονομικά», ο αριθμός των οποίων θα αρχίσει να αυξάνεται με εκθετικό ρυθμό μετά το 1970. Κάποια από αυτά είναι σοβαρές και προσεγμένες προσπάθειες, κάποια άλλα είναι φανερά απάτες, ενώ υπάρχουν και κάποιες πραγματικά αστείες περιπτώσεις.
Το βιβλίο που ουσιαστικά καθόρισε το πώς βλέπουμε σήμερα το φαινόμενο «Νεκρονομικόν» κυκλοφόρησε το 1977 στις ΗΠΑ. Μεγάλο μυστήριο καλύπτει τόσο το βιβλίο όσο και τον συγγραφέα του, που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Σίμωνας (Simon).Σύμφωνα με τους αναλυτές το βιβλίο έχει επηρεάσει σε τεράστιο βαθμό τη «μαγική σκέψη» των τελευταίων δεκαετιών. Θεωρείται ότι έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία σε τελετές επίκλησης πνευμάτων, προσφέροντας αληθινά αποτελέσματα σε χιλιάδες εκκολαπτόμενους «μάγους».
Τα τελευταία χρόνια έχει ιδρυθεί και δραστηριοποιείται, κυρίως μέσω διαδικτύου, το Τάγμα του Νεκρονομικού (Order of the Necronomicon), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο μυητικό σύστημα του περάσματος των Πυλών (Gatewalking) που υπάρχει στο βιβλίο.
Το δεύτερο πιο δημοφιλές Νεκρονομικόν είναι το «Necronomicon: Book of Dead Names», ή «Al Azif» όπως είναι πιο γνωστό στους διάφορους διαδικτυακούς κύκλους. Γράφτηκε από τους ερευνητές Hay, Turner και Wilson, που υποτίθεται ότι βρήκαν και αποκρυπτογράφησαν το βιβλίο που είχε μεταφράσει ο John Dee. Κυκλοφόρησε το 1980 για να εκμεταλλευτεί τον ντόρο που είχε κάνει το βιβλίο του Σίμωνα και πράγματι σημείωσε τεράστια επιτυχία. Προφανώς και είναι απάτη η όλη ιστορία, αλλά πρόκειται για ένα καλογραμμένο παραμυθάκι, με ματιά που διεισδύει στα έργα του Λάβκραφτ.
Η τρίτη δημοφιλέστατη και ίσως σοβαρότερη εκδοτική απόπειρα είναι το «Νεκρονομικόν: Οι περιπλανήσεις του Αλχαζρέντ (Necronomicon: The Wanderings of Alhazred)». Συγγραφέας ο σεβάσμιος στον κόσμο των αποκρυφιστών Donald Tyson, λόγω του έγκυρου και σχεδόν ακαδημαϊκού τρόπου γραφής του. Έχει γράψει δεκάδες βιβλία αφιερωμένα σε διάφορες πτυχές του πρακτικού αποκρυφισμού, όπως τα Ταρώ, οι ρούνοι, η ενωχιανή μαγεία, η Καμπάλα και η Αστρική Προβολή, ενώ σημαντικότατη θεωρείται η δουλειά του στην επιμέλεια του τετράτομου (πλέον) έργου του Κορνήλιου Αγρίππα, «De Occulta Philosophia».
Η διαφορά με τους υπόλοιπους συγγραφείς που έχουν γράψει κατά καιρούς τα διάφορα Νεκρονομικά είναι ότι ο Tyson δεν ισχυρίζεται ότι έχει βρει κάποιο αρχαίο χειρόγραφο, ή ότι είναι κάτοχος κάποιας χαμένης και απαγορευμένης γνώσης. Αντιθέτως, ο συγγραφέας δέχεται de facto τη μαγική δύναμη της Μυθολογίας Κθούλου, η οποία αποτελεί τη βάση του Λάβκραφτ στην πλοκή του… σεναρίου στο φανταστικό «Νεκρονομικόν». Μέσω αυτής συνθέτει κάτι εκ νέου και το κείμενο που προκύπτει – ένα μείγμα φαντασίας και αληθινής… μαγείας, σύμφωνα με τις διαδικτυακές πηγές – μπορεί να γίνει άκρως λειτουργικό.
Αληθινής μαγείας; Ναι, όλοι θα έχετε ακούσει ή διαβάσει για ιστορίες με κατευθυνόμενα ποτηράκια στο αλφάβητο και για προσπάθειες επικοινωνίας με τον κόσμο των νεκρών. Ίσως και να έχετε ακούσει ιστορίες για ανθρώπους που τα περιφρονούσαν όλα αυτά, έως ότου δουν ένα βράδυ υπό το ημίφως των κεριών, το… φως το αληθινό. Το ζητούμενο εν τέλει δεν είναι αν υπήρξε ή όχι Νεκρονομικόν. Αλλά αν όλο αυτό που σκαρφίστηκε η φαντασία του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ ήταν δυνατό να θεριέψει χωρίς να τροφοδοτούνται με δόσεις… μαγείας τα μυαλά εκείνων που έχτισαν πάνω στα θεμέλια το μύθο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου